ἐκθρῴσκω

ἐκθρῴσκω
ἐκθρῴσκω, [tense] fut. -θοροῦμαι: [tense] aor. -έθορον:—
A leap out of,c.gen.,

ἔκθορε δίφρου Il.16.427

;

ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182

, cf. 23.353;

ἐ.ναῶν A.Pers.457

; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of the violent beating of the heart, 11.10.95 : abs., leap forth,

Ἀπόλλων ἀντίος ἐξέθορε 21.539

, cf. Corn.ND19 : rarely c.acc.,

δίκτυον ἐ. AP9.371

; start up,

ἀπὸ τοῦ ὕπνου Luc.DMar.2.3

; come from the womb, to be born, h.Ap. 119.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκθρώσκω — ἐκθρῴσκω (Α) 1. πηδώ, πετιέμαι έξω 2. εξορμώ 3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά 4. φεύγω γρήγορα 5. ξυπνώ 6. (για βρέφος) γεννιέμαι …   Dictionary of Greek

  • διεκθρώσκω — διεκθρῴσκω (Α) [εκθρῴσκω] πηδώ ανάμεσα από κάτι …   Dictionary of Greek

  • εκθορώ — ἐκθορῶ ( έω) (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • εκθόρνυμι — ἐκθόρνυμι (Α) εκθρώσκω …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”